ψάγδαν

ψάγδαν
-ανος, και ψάγδας και σάγδας και σαγδᾱς και τ. άτονης ονομ. ψάγδης και στον Ησύχ. ψαγδῆς, ὁ Α
(στην Αίγυπτο) είδος μύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από την Αιγυπτιακή, πρβλ. αιγυπτ. sgnn «λίπος, αλοιφή». Η Ελληνική δανείστηκε τον τ. με το άρθρο του, p’-sagnĕn, και με ανομοίωση τού πρώτου -n-, p-sagdě/ăn, ενώ η κατάληξη -ας στον τ. ψάγδας είναι αναλογική τών ελλ. αρσ. σε -ας. Ο παράλληλος, τέλος, τ. σάγδας οφείλεται είτε σε απομάκρυνση τού αιγυπτ. άρθρου - είτε σε απλοποίηση τού διπλού ψ σε σ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σάγδας — και σαγδᾱς, ὁ, Α βλ. ψάγδαν …   Dictionary of Greek

  • ψάγδας — ου, ὁ, Α βλ. ψάγδαν …   Dictionary of Greek

  • ψάδδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ κιννάβαρις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται, πιθ., με τον τ. ψάγδαν*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”